- πορφυροπώλης
- ὁ, θηλ. πορφυρόπωλις, -ώλιδος, ΜΑ, θηλ. και πορφυροπώλισσα, Μαυτός που ασχολείται με το εμπόριο τής πορφύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορφυροπώλην — πορφυροπώλης dealer in purple masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
αλουργοπώλης — ἁλουργοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλάει πορφύρα, ο πορφυροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + πώλης < πωλῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργοπωλική] … Dictionary of Greek
πορφυροπωλικός — ή, όν, Α [πορφυροπώλης] το θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυροπωλική το εμπόριο τής πορφύρας … Dictionary of Greek
πορφυροπώλισσα — ἡ, Μ βλ. πορφυροπώλης … Dictionary of Greek
πορφυρόπωλις — ώλιδος, ἡ, ΜΑ βλ. πορφυροπώλης … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
ԾԻՐԱՆԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց.) NBH 1 1017 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 14c ա.գ. πορφυρόπωλης, ἁλουργοπῶλης, ἁλουργοπῶλις venditor purpurae, quae purpuram vel purpuream vestem vendit. որ եւ գրի ԾԻՐԱՆԵՎԱՃԱՌ. կամ ԾԻՐԱՆԷՎԱՃԱՌ. Վաճառօղ ծիրանեաց, արքունի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πορφυροπώλιδα — πορφυρόπωλις dealer in purple fem acc sg πορφυροπώλης dealer in purple fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυροπώλιδες — πορφυρόπωλις dealer in purple fem nom/voc pl πορφυροπώλης dealer in purple fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)